Το παρόν άρθρο εξετάζει τη νομιμότητα τερματισμού απασχόλησης λόγω πλεονασμού στη βάση του άρθρου 18(γ)(viii) του Νόμου Ν.25/67 που ορίζει ως νόμιμο λόγο τερματισμού τη μείωση κύκλου εργασιών επιχείρησης. Οι συγγραφείς αναλύουν σχετική επί του θέματος νομολογία υπό το φως της επίδρασης της πανδημίας Covid-19 στον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων. Καταλήγουν ότι τερματισμός της απασχόλησης στην πιο πάνω βάση δεν δικαιολογείται τη δεδομένη στιγμή. Σημειώνεται ότι δεν εξετάζεται οποιοσδήποτε άλλος λόγος τερματισμού απασχόλησης.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το άρθρο 5 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 1967 (Ν. 24/67), όπως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα (ο «Νόμος»), ορίζει τους λόγους που καθιστούν νόμιμη την άνευ αποζημιώσεως απόλυση εργοδοτουμένου. Ένας από τους λόγους αυτούς είναι, σύμφωνα με την παράγραφο (β) του πιο πάνω άρθρου του Νόμου, ο πλεονασμός. Το άρθρο 18 του Νόμου, ορίζει τις περιπτώσεις όπου εργοδοτούμενος δύναται να καταστεί πλεονάζων από τον εργοδότη.
Σύμφωνα με το άρθρο 6 του Νόμου, ο τερματισμός απασχόλησης εργοδοτουμένου, τεκμαίρεται, μέχρι αποδείξεως του εναντίον ότι δεν έγινε για τους λόγους που παρατίθενται στο άρθρο 5, των λόγων, δηλαδή, που καθιστούν νόμιμη την άνευ αποζημιώσεως απόλυση εργοδοτουμένου. Επομένως, στην περίπτωση πλεονασμού, ο εργοδότης είναι επιφορτισμένος με το καθήκον να ανατρέψει το καθιερωμένο από το Νόμο μαχητό τεκμήριο και να αποδείξει ότι ο τερματισμός απασχόλησης του εργοδοτουμένου έγινε κάτω από πραγματικές συνθήκες πλεονασμού, ως αυτές ορίζονται στο άρθρο 18 του Νόμου (βλ. επίσης Σωτήρης Α. Χρυσάνθου κ.ά. ν. Petros Pitsillis (Glass Market) Ltd κ.ά. (2001) 1 ΑΑΔ 383 («Χρυσάνθου»)). Σε αντίθετη περίπτωση, ο τερματισμός της απασχόλησής του θα κριθεί ως παράνομη απόλυση με δικαίωμα σε αποζημίωση.
Το άρθρο 18 ορίζει τρεις βασικούς λόγους πλεονασμού:
Ο πρώτος λόγος πλεονασμού είναι ότι ο εργοδότης έπαυσε ή προτίθεται να παύσει τη διεξαγωγή της επιχείρησης στην οποία ο εργοδοτούμενος απασχολείτο. Ο δεύτερος λόγος πλεονασμού είναι ότι ο εργοδότης έπαυσε ή προτίθεται να παύσει τη διεξαγωγή της επιχείρησης στον τόπο όπου ο εργοδοτούμενος απασχολείτο ενώ ο τρίτος λόγος πλεονασμού αφορά σε ξεχωριστές περιπτώσεις πλεονασμού που σχετίζονται με τη λειτουργία της επιχείρησης και οι οποίες αφορούν:
(i) τον εκσυγχρονισμό, μηχανοποίηση ή οποιαδήποτε αλλαγή στις μεθόδους παραγωγής ή οργάνωσης η οποία ελαττώνει τον αριθμό των αναγκαίων εργοδοτουμένων·
(ii) αλλαγές στα προϊόντα ή στις μεθόδους παραγωγής ή στις αναγκαίες ειδικότητες των εργοδοτουμένων·
(iii) κατάργηση τμημάτων·
(iv) δυσκολιών στην τοποθέτηση προϊόντων στην αγορά ή πιστωτικών δυσκολιών·
(ν) έλλειψη παραγγελιών ή πρώτων υλών·
(vi) σπανιότητα στα μέσα παραγωγής· και
(vii) περιορισμό του όγκου της εργασίας ή της επιχειρήσεως.
Το παρόν άρθρο εστιάζει στην τελευταία περίπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 18, ήτοι τον περιορισμό του όγκου της εργασίας ή της επιχειρήσεως υπό το φως των παρουσών συνθηκών (οικονομικών και άλλων) που δημιουργούνται από την πανδημία του Covid-19.
ΟΡΙΣΜΟΣ «ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΟΓΚΟΥ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Η ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΣ»
Κατ’ αρχήν θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει ορισμός στις διατάξεις του Νόμου της έννοιας «περιορισμός του όγκου της εργασίας ή της επιχειρήσεως». Επομένως, σχετική καθοδήγηση θα πρέπει να αντληθεί από την σχετική νομολογία.
Σύμφωνα με την επικρατούσα νομολογία, για τον καθορισμό του όγκου εργασίας μιας επιχείρησης και της κατ’ ισχυρισμό μείωσης του, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ο συνήθης κύκλος εργασιών της επιχείρησης στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων πριν τον τερματισμό απασχόλησης. Το Δικαστήριο στηριζόμενο πάντοτε επί αντικειμενικών κριτηρίων θα πρέπει να διαπιστώσει μέσα από τα γεγονότα της υπόθεσης την ύπαρξη ουσιαστικής μείωσης του συνήθους κύκλου της επιχείρησης κατά τον ουσιώδη χρόνο, σε βαθμό που λογικά να κρίνεται δικαιολογημένη η απόλυση λόγω πλεονασμού.
Στην υπόθεση Α. Ιάσωνος Λτδ ν. Χαραλάμπου Χρίστου κ.ά. (1994) 1 ΑΑΔ 703 («Ιάσωνος»), το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο η εποχιακή ή περιοδική μείωση του όγκου εργασίας δικαιολογεί απόλυση λόγω πλεονασμού και αποφάσισε ότι:
«…εποχιακή ή περιοδική μείωση του όγκου της εργασίας η οποία αφήνει ανεπηρέαστο τον όγκο της εργασίας, επιμετρούμενο μέσα στο συνήθη κύκλο της εμπορικής δραστηριότητας του εργοδότη δε συνιστά λόγο για τον τερματισμό της απασχολησης λόγω πλεονασμού. Ο όγκος των εργασιών επιχείρησης έχει όχι μόνο εποχιακές αλλά και καθημερινές αυξομειώσεις και διακυμάνσεις. Αν γινόταν δεκτή η θέση των εφεσειόντων, θα διανοιγόταν η οδός για την καταστρατήγηση του οικοδομήματος του νόμου που συναρτά τον πλεονασμό με τα αντικειμενικά δεδομένα της επιχείρησης. Ο όγκος της εργασίας προσδιορίζεται με βάση σταθερό παρονομαστή που αντανακλά τον όγκο της εργασίας του εργοδότη στο πλαίσιο του συνήθους κύκλου της επιχειρηματικής του δραστηριότητας…»
Η κάθε περίπτωση κρίνεται από τα δικά της γεγονότα αλλά, για να κριθεί η απόλυση λόγω πλεονασμού νόμιμη ο εργοδότης θα πρέπει να καταδείξει ότι οι λόγοι δημιουργίας πλεονασμού δεν θα εξαλειφθούν σε σύντομο χρονικό διάστημα αλλά ότι θα παρατείνονται τουλάχιστο στο απρόβλεπτο σχετικώς μέλλον (βλ. σχετικά την απόφαση Παναγιώτα Στυλιανού ν Polynikis Tourist Enterprises Ltd Αρ. Υπόθεσης 185/83). Σε κάθε περίπτωση η μείωση εισπράξεων για περίοδο 2 μηνών δεν είναι αρκετή για να δικαιολογήσει νόμιμο τερματισμό απασχόλησης λόγω πλεονασμού αφού σε τέτοια περίπτωση, όλοι οι εργοδότες που έχουν μείωση του κύκλου εργασιών τους για μια μέρα συγκριτικά με το παρελθόν, θα μπορούσαν να την επικαλεστούν ως νόμιμο λόγω πλεονασμού. (βλ. πρωτόδικη απόφαση Μαρίας Ελευθερίου ν. Suzukoyoto Ltd a.o. Αρ. Υπόθεσης 226/2014, Απόφαση Ημερ. 19.7.2016).
ΜΠΟΡΕΙ Ο COVID-19 ΝΑ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΕΙ ΤΟΝ ΠΛΕΟΝΑΣΜΟ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ
Είναι αδιαμφησβήτητο ότι οι επιπτώσεις της πανδημίας προκάλεσαν την άνευ προηγουμένου αναστάτωση σε πολλές επιχειρήσεις οι οποίες, κατ’ επέκταση, επιθυμούν να προβούν σε άμεσες ενέργειες για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας τους. Είναι γεγονός ότι η μείωση του όγκου εργασιών που προκαλεί η πανδημία φαίνεται ότι θα συνεχίσει στο σχετικά απρόβλεπτο μέλλον, από την άλλη όμως, τα στοιχεία που διατηρεί κάποιος εργοδότης για να μπορέσει να αποδείξει πλεονασμό είναι για μια πολύ μικρή σχετικά περίοδο.
Μάλιστα, έχει νομολογηθεί ότι σύμφωνα με την απαίτηση της καλής πίστης που διαχέει τη σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου, ο εργοδότης πριν προσφύγει στην καταγγελία και τον τερματισμό της σύμβασης εργασίας, οφείλει να αναζητήσει ηπιότερες λύσεις (βλ. Ροδή ν. Ζεβλάρης κ.α. Αριθμός Υπόθεσης 129/96). Προς τούτη την κατεύθυνση αποσκοπούν και τα σαφή κίνητρα που παραχώρησε η Υπουργός Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων προς τους εργοδότες για, μεταξύ άλλων, μη απόλυση οποιουδήποτε εργαζόμενου. Αναφερόμαστε στα δύο ειδικά σχέδια που προνοούν για την παροχή ειδικού επιδόματος προς εργοδοτούμενος επιχειρήσεων οι εργασίες των οποίων αναστάλθηκαν πλήρως ή μερικώς.
Καταλήγουμε ότι, δυνατόν να θεωρηθεί ότι είναι πρόωρο να δικαιολογηθεί τερματισμός απασχόλησης λόγω πλεονασμού, στη βάση της μείωσης του κύκλου εργασιών. Αυτό διότι πρώτον έχει παρέλθει πολύ μικρό χρονικό διάστημα για διαπίστωση ασφαλών συμπερασμάτων αναφορικά με το κατά πόσο θα μπορούσε εύλογα να λεχθεί ότι υπάρχει συρρίκνωση του κύκλου εργασιών μιας επιχείρησης, υπό το φως του στοιχείου της μονιμότητας που θα πρέπει να υφίσταται σύμφωνα με την πιο πάνω νομολογία και δεύτερον υπάρχει για τον εργοδότη η δυνατότητα επιλογής ηπιότερης εναλλακτικής λύσης – της αποδοχής δηλαδή του σχεδίου της Κυβέρνησης για τον καιρό που αυτό θα είναι σε ισχύ. Η αποδοχή του σχεδίου επιμηκύνει και το χρόνο για τον οποίο ο εργοδότης μπορεί να προβεί σε ασφαλέστερα συμπεράσματα προτού προχωρήσει στο έσχατο μέτρο του τερματισμού απασχόλησης κάποιου εργοδοτούμενου.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Επομένως, πέραν του γεγονότος ότι, χρονικά, δεν φαίνεται να υφίσταται το στοιχείο της μονιμότητας προς στοιχειοθέτηση της ύπαρξης του στοιχείου 18(γ)(viii) του Νόμου, θα μπορούσε επιπλέον εύλογα να λεχθεί ότι, η διάθεση των πιο πάνω σχεδίων προς τους εργοδότες καθιστά άτοπο στο παρόν στάδιο τον όποιον τερματισμό απασχόλησης για πλεονασμό στη βάση της συρρίκνωσης του κύκλου εργασιών.
Σημειώνουμε ότι στο παρόν άρθρο δεν εξετάζουμε άλλους λόγους τερματισμού απασχόλησης ή πλεονασμού υπό το φως της πανδημίας, οι οποίοι περιλαμβάνονται στο κείμενο του Νόμου.